(Παραδοσιακό μικρασιάτικο τραγούδι από την Ύστερη Βυζαντινή εποχή)
κι επήρ' αγέρας τη φωνή στα πέλαγα την πάει.
Kι όσα καράβια τ' άκουσαν όλα πανιά εμαϊνάραν.
[Kι ένα καράβι της φιλιάς, καημένο της αγάπης
ούτε μαϊνάρει τα πανιά ούτε τα παίρνει κάτου
τα μπάσο μούδο τα'ριξε και στη φωνή πηγαίνει.
- Kόρη μ' άλλαξε το σκοπό [και πες άλλο τραγούδι.
- Kαι πως ν' αλλάξω το σκοπό, να πω άλλο τραγούδι,
εγώ κι αν ετραγούδησα για μοιρολόι το 'πα:
έχω άντρα στην ξενιτιά, έχω αδελφό στα ξένα
κι ο άντρας μ' βαριαρρώστησε και γιατρικά γυρεύει,
θέλει νερό απ' τον τόπο του και μήλ' απ' τη μηλιά του,
σταφύλι από το κλήμα του οπο' 'χει στην αυλή του.
Όσο να πάγω για νερό να φέρω και το μήλο,
ο άντρας μου ξαρρώστησε κι άλλη αγάπη πήρε.
Κάνω να τον καταραστώ και πάλι τον λυπούμαι.
Από ψηλά να γκρεμιστεί στα χαμηλά να πέσει
κι γης ξουράφια να γενεί και να τον πετσοκόψει.
Κι εγώ διαβάτης να γενώ κι από 'κει να περάσω.
Καλώς τα κάνετε γιατροί, καλώς τα πολεμάτε,
'κονίστε τα μαχαίρια σας, κόφτε και μη λυπάστε.
Έχω πανί στον αργαλειό σαράντα πέντε πήχες,
τις δέκα τ'ς έχω για ξαντό, τις δέκα για φιτίλι
και τ'ς άλλες τ'ς αποδέλοιπες να δένει τις γιαράδες.