'Ολη τη νύχτα κοιμήθηκα μαζί σου
κοντά στη θάλασσα, στο νησί.
'Ησουν άγρια και γλυκιά ανάμεσα στην ηδονή και στον ύπνο
ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό.
'Ισως πολύ αργά
ενώθηκαν τα όνειρά μας,
στα ψηλά ή στα βαθιά,
στα ψηλά σαν κλαδιά που κουνάει ο ίδιος άνεμος,
στα χαμηλά σαν κόκκινες ρίζες που αγγίζονται.
'Ισως το όνειρό σου
χωρίστηκε από το δικό μου
και στη σκοτεινή θάλασσα
με έψαχνε
όπως πρώτα
όταν δεν υπήρχες ακόμα,
όταν χωρίς να σε διακρίνω
έπλεα στο πλάι σου,
και τα μάτια σου έψαχναν
αυτό που τώρα
- ψωμί, κρασί, έρωτα και θυμό -
σου δίνω με γεμάτα χέρια,
γιατί εσύ είσαι το κύπελλο
που περίμενε τα δώρα της ζωής μου.
Κοιμήθηκα μαζί σου
όλη τη νύχτα, ενώ
η σκοτεινή γη γυρίζει
με ζωντανούς και νεκρούς,
και σαν ξύπνησα ξάφνου
καταμεσής στη σκιά
το μπράτσο μου τύλιγε τη μέση σου.
Ούτε η νύχτα, ούτε ο ύπνος
μπόρεσαν να μας χωρίσουν.
Κοιμήθηκα μαζί σου
και ξύπνησα με το στόμα σου
βγαλμένο από τον ύπνο
να μου δίνει τη γεύση από τη γη,
από τη θάλασσα, από τα φύκια,
από το βάθος της ζωής σου,
και δέχτηκα το φιλί σου
μουσκεμένο από την αυγή
σαν να έφθανε
από τη θάλασσα που μας περιβάλλει.
ΣΚΥΒΩ ΤΑ ΒΡΑΔΥΑ
Σκύβω στα βράδυα τραβώ τα περίλυπα δίχτυα μου
στους ωκεανούς των ματιών σου.
Εκεί ξαπλώνει και καίγεται στην πιο ψηλή φωτιά
η μοναξιά μου που κουνάει τα μπράτσα σαν ναυαγός.
Κάνω κόκκινα σινιάλα στα απόντα μάτια σου
που κυματίζουν σαν τη θάλασσα στην όχθη ενός φάρου.
Φύλαγες μόνο σκότη, μακρινή και δική μου γυναίκα,
από το βλέμμα σου αναδύεται κάποτε η παραλία του τρόμου.
Σκύβω στα βράδυα ρίχνω τα περίλυπα δίχτυα μου
σε κείνη τη θάλασσα που πάλλει τους ωκεανούς των ματιών σου.
Τα νυχτοπούλια ραμφίζουν τα πρώτα αστέρια
που σπινθηρίζουν σαν την ψυχή μου όταν σε αγαπώ.
Καλπάζει η νύχτα στη μαύρη φοράδα της
σκορπίζοντας γαλάζια στάχυα στο λιβάδι.
ΠΡΙΝ ΣΕ ΑΓΑΠΗΣΩ
Πριν σε αγαπήσω, τίποτα δεν ήταν
δικό μου: όλο βωλόδερνα στους δρόμους:
τίποτα αξία κι όνομα δεν είχε:
έλπιζε ο κόσμος μόνο στον αέρα.
Είχα γνωρίσει σταχτερά σαλόνια,
τούνελ κατοικημένα απ' το φεγγάρι,
στέγαστρα άπονα που αποχαιρετιόνταν,
ερωτήσεις που επέμεναν στην άμμο.
Βουβά ήταν όλα, πεθαμένα κι άδεια,
πεσμένα, ξεπεσμένα κι αφημένα,
ήαταν αναλλοτρίωτα όλα ξένα,
όλα ήταν κανενός κι όλα των άλλων,
ώσπου η φτώχεια σου κι η ομορφιά σου
γέμισαν το φθινόπωρο με δώρα.
Μ' αρέσει μες στη νύχτα να σε νιώθω
αθώρητη στον ύπνο σου, σοβαρή κι ερεβένια,
ενώ εγώ τις σκοτούρες μου ξεμπλέκω
σαν να 'ταν τάχα δίχτυα μπερδεμένα.
Απούσα, μέσα στα όνειρα ταξιδεύει η καρδιά σου,
μα το εγκαταλειμμένο κορμί σου ανασαλεύει
στα τυφλά αναζητώντας με, τον ύπνο αξαινοντάς μου,
σαν το φυντάνι που διπλό γίνεται μες στον ίσκιο.
Όρθή, θα 'σαι άλλη που αύριο θα ζήσει,
όμως από τα χαμένα μέτωπα μες στη νύχτα,
από το ζω και δεν ζω που βρισκόμαστε, κάτι
μένει που μες στης ζωής το φως μας πλησιάζει
λες και έχει με φωτιά η σφραγίδα του ίσκιου
τα κρυφά πλάσματα του σημαδέψει.
Είμαι πεινασμένος για το στόμα σου,τη φωνή σου, την κόμη σου
και μες στους δρόμους διαβαίνω νηστικός, σιωπηλός,
δε με βαστάει το ψωμί, η αυγή μ' ανατρέπει,
αναζητάω τον ρευστό ήχο των ποδιών σου την ημέρα.
Είμαι πεινασμένος για το γέλιο σου που γλιστράει,
για τα χέρια που έχουν χρώμα ορμητικού σιτοβολώνα,
είμαι πεινασμένος για τη χλωμή πέτρα των νυχιών σου,
θέλω να τραγανίσω το δέρμα σου σαν ένα άθικτο αμύγδαλο.
Θέλω να φάω τον καμένο κεραυνό μες στην ομορφιά σου,
την περήφανη μύτη του αλαζονικού προσώπου,
θέλω να φάω τη φευγαλέα σκιά των βλεφάρων σου.
Και πεινώντας έρχομαι και πάω μυρίζοντας το σούρουπο,
αναζητώντας σε, αναζητώντας τη ζεστή καρδιά σου
αν ένα λιοντάρι στη μοναξιά του Κιτρατούε.
και μες στους δρόμους διαβαίνω νηστικός, σιωπηλός,
δε με βαστάει το ψωμί, η αυγή μ' ανατρέπει,
αναζητάω τον ρευστό ήχο των ποδιών σου την ημέρα.
Είμαι πεινασμένος για το γέλιο σου που γλιστράει,
για τα χέρια που έχουν χρώμα ορμητικού σιτοβολώνα,
είμαι πεινασμένος για τη χλωμή πέτρα των νυχιών σου,
θέλω να τραγανίσω το δέρμα σου σαν ένα άθικτο αμύγδαλο.
Θέλω να φάω τον καμένο κεραυνό μες στην ομορφιά σου,
την περήφανη μύτη του αλαζονικού προσώπου,
θέλω να φάω τη φευγαλέα σκιά των βλεφάρων σου.
Και πεινώντας έρχομαι και πάω μυρίζοντας το σούρουπο,
αναζητώντας σε, αναζητώντας τη ζεστή καρδιά σου
αν ένα λιοντάρι στη μοναξιά του Κιτρατούε.