Ειν’ ένας δρόμος μακρύς και σιωπηλός.
Βαδίζω στο σκοτάδι και παραπατώ και πέφτω
και σηκώνομαι και με πόδια τυφλά πατώ πέτρες βουβές
και ξερά φύλλα
και κάποιος πίσω μου κάνει το ίδιο:
αν σταματήσω, σταματάει
Αν τρέξω, τρέχει. Στρέφομαι κανείς.
Τα πάντα σκοτεινά και δίχως έξοδο
και στρίβω και ξαναστρίβω σε γωνιές που πάντα
βγάζουνε στο δρόμο
όπου κανένας δεν περιμένει, δε μ’ ακολουθεί
όπου εγώ ακολουθώ κάποιονε που παραπατά και που
σηκώνεται και λέει
βλέποντας- με: κανείς.
και στρίβω και ξαναστρίβω σε γωνιές που πάντα
βγάζουνε στο δρόμο
όπου κανένας δεν περιμένει, δε μ’ ακολουθεί
όπου εγώ ακολουθώ κάποιονε που παραπατά και που
σηκώνεται και λέει
βλέποντας- με: κανείς.
Ζωή μισοειδωμένη
Αστραπές ή ψάρια
μες στη νύχτα της θάλασσας
και πουλιά , αστραπές
μες στη νύχτα του δάσους .
Τα κόκαλά-μας αστραπές
μες στου κορμιού τη νύχτα
Τα πάντα , κόσμε , είναι νύχτα
κι είναι η ζωή αστραπή .
Εδώ
Τα βήματά μου σ' αυτό το δρόμο
Ηχούν
Σ' έναν άλλο δρόμο
Όπου
Ακούω τα βήματά μου
Να περνούν σ' αυτό το δρόμο
Όπου
Μονάχα η ομίχλη είν' αληθινή .
Αφή
Τα χέρια μου
Της ύπαρξής σου ανοίγουν τις κουρτίνες
Μ' άλλη γυμνότητα σε ντύνουν
Αποκαλύπτουν του κορμιού σου τα κορμιά
Τα χέρια μου
Αποκαλύπτουν άλλο κορμί για το κορμί σου .
Φιλία
Είναι η αναμενόμενη ώρα
Πέφτουνε πάνω στο τραπέζι
Ατέλειωτα
Της λάμπας τα μαλλιά
Η νύχτα αλλάζει το παράθυρο σε απεραντοσύνη
Κανείς δεν είν εδώ
Η ανώνυμη παρουσία με κυκλώνει .
(Μετάφρ: Αργύρης Χιόνης)
ΔΥΟ ΚΟΡΜΙΑ
Δύο κορμιά αντιμέτωπα
είναι πότε-πότε δυό κύματα,
ενώ ωκεανός είναι η νύχτα.
Δύο κορμιά αντιμέτωπα
είναι πότε-πότε δυό πέτρες
κι έρημη χώρα είναι η νύχτα.
Δύο κορμιά αντιμέτωπα
είναι πότε-πότε δεντρόριζες
μπερδεμένες μες σε μιά νύχτα.
Δύο κορμιά αντιμέτωπα
είναι πότε-πότε μαχαίρια
μέσα στο αστροπελέκι της νύχτας.
Δύο κορμιά αντιμέτωπα
είναι αστέρια και πέφτουν μαζί
σε ουρανό που χάσκει ολόαδειος
Η ΠΕΤΡΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
μια ιτιά κρυστάλλινη, μια υδρόεσσα λεύκα,
ένα ανεμοδαρμένο σιντριβάνι,
ένα δέντρο βαθύ που όμως χορεύει,
το πέρασμα ενός ποταμού που ελίσσεται,
μακραίνει, αναποδίζει, αλλάζει κοίτη
και πάντα εκβάλλει:
μία πορεία γαλήνια
άστρου ή άνοιξης που δεν επείγει,
νερό που με τα βλέφαρα κλεισμένα
όλη τη νύχτα μαντικό αναβλύζει,
μια ομόφωνη ροή κύμα το κύμα
ώσπου να κρύψει η τρικυμία τα πάντα,
μια πράσινη επικράτεια δίχως δύση
όπως η λάμψη η άγρια των φτερούγων
σαν ξεδιπλώνουν στ' ουρανού τη μέση,
μία πορεία ανάμεσα απ' τις λόχμες
των ημερών που θά 'ρθουν κι η μοιραία
λάμψη της δυστυχίας σαν τραγούδι
ενός πουλιού που απολιθώνει δάση
και κείνες οι ευτυχίες απ' το μέλλον
μες στα κλαδιά που ξεθωριάζουν,
ώρες φωτός που ήδη πουλιά ραμφίζουν,
οιωνοί που δραπετεύουν απ' τα χέρια,
μια παρουσία σαν έξαφνο τραγούδι,
σαν άνεμος που τραγουδά στις φλόγες,
δυο μάτια που τον κόσμο μετεωρίζουν
μ' όλα τα πέλαγα και τα βουνά του,
σώμα από φως που φίλτραρε ο αχάτης,
μηροί από φως, κοιλιά από φως, οι κόλποι,
οι βράχοι του ήλιου, ένα κορμί στο χρώμα
του σύννεφου, στο χρώμα άλτριας μέρας,
η ώρα σπινθηρίζει, παίρνει σώμα,
είναι ορατός στο σώμα σου ήδη ο κόσμος,
διάφανος μες στη διαφάνειά σου [...]
γραφή φωτιάς επάνω στον νεφρίτη,
άνασσα των φιδιών, σχισμή στον βράχο,
στήλη του ατμού, πηγή μέσ' απ' την πέτρα,
αυλή του φεγγαριού, αετοράχη,
σπέρμα γλυκάνισου, θανάτου αγκάθι
ελάχιστο που δίνει αθάνατα άλγη,
ποιμένισσα κοιλάδων υποβρύχιων,
επόπτρια μες στην κοιλάδα του Άδη,
λιάνα πιασμένη απ' τους γκρεμούς του ιλίγγου,
φυτό που αναρριχάται όλο φαρμάκι,
λουλούδι ανάστασης, ζωής σταφύλι,
κυρά της αστραπής και της φλογέρας,
βραγιά των γιασεμιών, στο τραύμα αλάτι,
μπουκέτο ρόδα στον τουφεκισμένο,
σελήνη της αγχόνης, χιόνι Αυγούστου,
γραφή θαλάσσης πάνω στον βασάλτη,
πάνω στην έρημο η γραφή του ανέμου,
μια διαθήκη του ήλιου, ρόδι, στάχυ,
όψη καμένη, καταφαγωμένη,
όψη εφηβική, κατατρεγμένη,
χρόνια φαντάσματα, κύκλιες ημέρες
που σ' ίδια αυλή οδηγούν, στον ίδιο τοίχο,
καίει η στιγμή, κι είναι μια όψη μόνο
οι όψεις οι διαδοχικές της φλόγας,
ένα όνομα όλα τα ονόματα είναι,
όλα τα πρόσωπα είναι ένα μόνο,
μονάχα μια στιγμή όλοι οι αιώνες,
και πάντα στους αιώνες των αιώνων
θα φράζουν του αύριο την οδό δυο μάτια,
τίποτα εμπρός μου, μια στιγμή μονάχα
ανακτημένη απόψε, ονειρεμένη
πέρ' απ' του ονείρου τις μεικτές εικόνες,
στ' όνειρο επάνω βίαια λαξεμένη,
απ' το μηδέν βγαλμένη αυτής της νύχτας,
με τα δικά μου χέρια αναστημένη
γράμμα το γράμμα, ενώ έξω επείγει ο χρόνος
και της ψυχής μου κρούει σκαιά τις πόρτες
ο κόσμος με ωράριο σαρκοβόρο [...]
όλα μεταμορφώνονται, όλα αγιάζουν,
κέντρο του κόσμου κάθε κάμαρα είναι,
κάθε μια πρώτη νύχτα, πρώτη μέρα,
γεννιέται ο κόσμος όταν δυο φιλιούνται,
μια στάλα φως στα διάφανά μας σπλάχνα
η κάμαρα σαν φρούτο μισανοίγει
ή εκρήγνυται σαν σιωπηλό αστέρι
κι οι νόμοι φαγωμένοι απ' τα ποντίκια,
κάγκελλα τραπεζών, δεσμωτηρίων,
συρματοπλέγματα, χάρτινες γρίλιες,
τ' αγκάθια, τα κεντριά και οι σφραγίδες,
το μονόχορδο κήρυγμα των όπλων,
μελίρρυτοι σκορπιοί με πετραχήλι,
ο τίγρης με το ημίψηλο που ηγείται
του Ερυθρού Σταυρού ή των Χορτοφάγων,
όνοι παιδαγωγοί κι εθνοπατέρες,
κροκόδειλοι που κάνουν τους σωτήρες,
ο Ηγέτης, το τσακάλι, ο εργολάβος
του μέλλοντος, το ένστολο γουρούνι,
ο υιός ο εκλεκτός της Εκκλησίας
που πλένει μ' αγιασμό τα μαύρα δόντια
κι ακούει μαθήματα αγγλικών κατ' οίκον
ή και δημοκρατίας, αθέατοι τοίχοι
και σάπιες προσωπίδες που χωρίζουν
τον άνθρωπο απ' τους άλλους τους ανθρώπους,
τον άνθρωπο απ' τον ίδιο,
καταρρέουν
σε μια αχανή στιγμή καθώς για λίγο
νιώθουμε τη χαμένη ενότητά μας,
τη δόξα και την ερημιά του ανθρώπου
που θάνατο, ήλιο και ψωμί μοιράζει,
το ξεχασμένο σάστισμα πως ζούμε [...]
(μετάφρ.: Κ.Κουτσουρέλης)
Αστραπές ή ψάρια
μες στη νύχτα της θάλασσας
και πουλιά , αστραπές
μες στη νύχτα του δάσους .
Τα κόκαλά-μας αστραπές
μες στου κορμιού τη νύχτα
Τα πάντα , κόσμε , είναι νύχτα
κι είναι η ζωή αστραπή .
Εδώ
Τα βήματά μου σ' αυτό το δρόμο
Ηχούν
Σ' έναν άλλο δρόμο
Όπου
Ακούω τα βήματά μου
Να περνούν σ' αυτό το δρόμο
Όπου
Μονάχα η ομίχλη είν' αληθινή .
Αφή
Τα χέρια μου
Της ύπαρξής σου ανοίγουν τις κουρτίνες
Μ' άλλη γυμνότητα σε ντύνουν
Αποκαλύπτουν του κορμιού σου τα κορμιά
Τα χέρια μου
Αποκαλύπτουν άλλο κορμί για το κορμί σου .
Φιλία
Είναι η αναμενόμενη ώρα
Πέφτουνε πάνω στο τραπέζι
Ατέλειωτα
Της λάμπας τα μαλλιά
Η νύχτα αλλάζει το παράθυρο σε απεραντοσύνη
Κανείς δεν είν εδώ
Η ανώνυμη παρουσία με κυκλώνει .
(Μετάφρ: Αργύρης Χιόνης)
ΔΥΟ ΚΟΡΜΙΑ
Δύο κορμιά αντιμέτωπα
είναι πότε-πότε δυό κύματα,
ενώ ωκεανός είναι η νύχτα.
Δύο κορμιά αντιμέτωπα
είναι πότε-πότε δυό πέτρες
κι έρημη χώρα είναι η νύχτα.
Δύο κορμιά αντιμέτωπα
είναι πότε-πότε δεντρόριζες
μπερδεμένες μες σε μιά νύχτα.
Δύο κορμιά αντιμέτωπα
είναι πότε-πότε μαχαίρια
μέσα στο αστροπελέκι της νύχτας.
Δύο κορμιά αντιμέτωπα
είναι αστέρια και πέφτουν μαζί
σε ουρανό που χάσκει ολόαδειος
μια ιτιά κρυστάλλινη, μια υδρόεσσα λεύκα,
ένα ανεμοδαρμένο σιντριβάνι,
ένα δέντρο βαθύ που όμως χορεύει,
το πέρασμα ενός ποταμού που ελίσσεται,
μακραίνει, αναποδίζει, αλλάζει κοίτη
και πάντα εκβάλλει:
μία πορεία γαλήνια
άστρου ή άνοιξης που δεν επείγει,
νερό που με τα βλέφαρα κλεισμένα
όλη τη νύχτα μαντικό αναβλύζει,
μια ομόφωνη ροή κύμα το κύμα
ώσπου να κρύψει η τρικυμία τα πάντα,
μια πράσινη επικράτεια δίχως δύση
όπως η λάμψη η άγρια των φτερούγων
σαν ξεδιπλώνουν στ' ουρανού τη μέση,
μία πορεία ανάμεσα απ' τις λόχμες
των ημερών που θά 'ρθουν κι η μοιραία
λάμψη της δυστυχίας σαν τραγούδι
ενός πουλιού που απολιθώνει δάση
και κείνες οι ευτυχίες απ' το μέλλον
μες στα κλαδιά που ξεθωριάζουν,
ώρες φωτός που ήδη πουλιά ραμφίζουν,
οιωνοί που δραπετεύουν απ' τα χέρια,
μια παρουσία σαν έξαφνο τραγούδι,
σαν άνεμος που τραγουδά στις φλόγες,
δυο μάτια που τον κόσμο μετεωρίζουν
μ' όλα τα πέλαγα και τα βουνά του,
σώμα από φως που φίλτραρε ο αχάτης,
μηροί από φως, κοιλιά από φως, οι κόλποι,
οι βράχοι του ήλιου, ένα κορμί στο χρώμα
του σύννεφου, στο χρώμα άλτριας μέρας,
η ώρα σπινθηρίζει, παίρνει σώμα,
είναι ορατός στο σώμα σου ήδη ο κόσμος,
διάφανος μες στη διαφάνειά σου [...]
γραφή φωτιάς επάνω στον νεφρίτη,
άνασσα των φιδιών, σχισμή στον βράχο,
στήλη του ατμού, πηγή μέσ' απ' την πέτρα,
αυλή του φεγγαριού, αετοράχη,
σπέρμα γλυκάνισου, θανάτου αγκάθι
ελάχιστο που δίνει αθάνατα άλγη,
ποιμένισσα κοιλάδων υποβρύχιων,
επόπτρια μες στην κοιλάδα του Άδη,
λιάνα πιασμένη απ' τους γκρεμούς του ιλίγγου,
φυτό που αναρριχάται όλο φαρμάκι,
λουλούδι ανάστασης, ζωής σταφύλι,
κυρά της αστραπής και της φλογέρας,
βραγιά των γιασεμιών, στο τραύμα αλάτι,
μπουκέτο ρόδα στον τουφεκισμένο,
σελήνη της αγχόνης, χιόνι Αυγούστου,
γραφή θαλάσσης πάνω στον βασάλτη,
πάνω στην έρημο η γραφή του ανέμου,
μια διαθήκη του ήλιου, ρόδι, στάχυ,
όψη καμένη, καταφαγωμένη,
όψη εφηβική, κατατρεγμένη,
χρόνια φαντάσματα, κύκλιες ημέρες
που σ' ίδια αυλή οδηγούν, στον ίδιο τοίχο,
καίει η στιγμή, κι είναι μια όψη μόνο
οι όψεις οι διαδοχικές της φλόγας,
ένα όνομα όλα τα ονόματα είναι,
όλα τα πρόσωπα είναι ένα μόνο,
μονάχα μια στιγμή όλοι οι αιώνες,
και πάντα στους αιώνες των αιώνων
θα φράζουν του αύριο την οδό δυο μάτια,
τίποτα εμπρός μου, μια στιγμή μονάχα
ανακτημένη απόψε, ονειρεμένη
πέρ' απ' του ονείρου τις μεικτές εικόνες,
στ' όνειρο επάνω βίαια λαξεμένη,
απ' το μηδέν βγαλμένη αυτής της νύχτας,
με τα δικά μου χέρια αναστημένη
γράμμα το γράμμα, ενώ έξω επείγει ο χρόνος
και της ψυχής μου κρούει σκαιά τις πόρτες
ο κόσμος με ωράριο σαρκοβόρο [...]
όλα μεταμορφώνονται, όλα αγιάζουν,
κέντρο του κόσμου κάθε κάμαρα είναι,
κάθε μια πρώτη νύχτα, πρώτη μέρα,
γεννιέται ο κόσμος όταν δυο φιλιούνται,
μια στάλα φως στα διάφανά μας σπλάχνα
η κάμαρα σαν φρούτο μισανοίγει
ή εκρήγνυται σαν σιωπηλό αστέρι
κι οι νόμοι φαγωμένοι απ' τα ποντίκια,
κάγκελλα τραπεζών, δεσμωτηρίων,
συρματοπλέγματα, χάρτινες γρίλιες,
τ' αγκάθια, τα κεντριά και οι σφραγίδες,
το μονόχορδο κήρυγμα των όπλων,
μελίρρυτοι σκορπιοί με πετραχήλι,
ο τίγρης με το ημίψηλο που ηγείται
του Ερυθρού Σταυρού ή των Χορτοφάγων,
όνοι παιδαγωγοί κι εθνοπατέρες,
κροκόδειλοι που κάνουν τους σωτήρες,
ο Ηγέτης, το τσακάλι, ο εργολάβος
του μέλλοντος, το ένστολο γουρούνι,
ο υιός ο εκλεκτός της Εκκλησίας
που πλένει μ' αγιασμό τα μαύρα δόντια
κι ακούει μαθήματα αγγλικών κατ' οίκον
ή και δημοκρατίας, αθέατοι τοίχοι
και σάπιες προσωπίδες που χωρίζουν
τον άνθρωπο απ' τους άλλους τους ανθρώπους,
τον άνθρωπο απ' τον ίδιο,
καταρρέουν
σε μια αχανή στιγμή καθώς για λίγο
νιώθουμε τη χαμένη ενότητά μας,
τη δόξα και την ερημιά του ανθρώπου
που θάνατο, ήλιο και ψωμί μοιράζει,
το ξεχασμένο σάστισμα πως ζούμε [...]
(μετάφρ.: Κ.Κουτσουρέλης)