Φωτιὲς
τοῦ Ἅϊ-Γιάννη
Ἡ μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δὲν
μπορεῖ ν᾿ ἀλλάξει
δὲν μπορεῖ νὰ
γίνει τίποτε.
Ἔχυσαν τὸ
μολύβι μέσα στὸ νερὸ
κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια
κι ἂς ἀνάβουν
οἱ
φωτιές.
Ἂν μείνεις γυμνὴ
μπροστὰ
στὸν
καθρέφτη τὰ μεσάνυχτα βλέπεις
βλέπεις τὸν ἄνθρωπο
νὰ
περνᾶ
στὸ
βάθος τοῦ
καθρέφτη
τὸν ἄνθρωπο
μέσα στὴ
μοίρα σου ποὺ κυβερνᾶ τὸ
κορμί σου,
μέσα στὴ μοναξιὰ
καὶ
στὴ
σιωπὴ τὸν ἄνθρωπο
τῆς μοναξιᾶς
καὶ τῆς
σιωπής
κι ἂς ἀνάβουν
οἱ
φωτιές.
Τὴν ὥρα
ποὺ
τέλειωσε ἡ μέρα καὶ δὲν ἄρχισε
ἡ ἄλλη
τὴν ὥρα
ποὺ
κόπηκε ὁ
καιρός
ἐκεῖνον
ποὺ ἀπὸ
τώρα καὶ
πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ
κυβερνοῦσε
τὸ
κορμί σου
πρέπει νὰ τὸν
εὕρεις
πρέπει νὰ τὸν
ζητήσεις γιὰ νὰ τὸν
εὕρει
τουλάχιστο
κάποιος ἄλλος,
ὅταν
θά ῾χεις
πεθάνει.
Εἶναι τὰ
παιδιὰ
ποὺ ἀνάβουν
τὶς
φωτιὲς
καὶ
φωνάζουν μπροστὰ στὶς
φλόγες μέσα στὴ ζεστὴ
νύχτα
(Μήπως ἔγινε ποτὲς
φωτιὰ
ποὺ νὰ μὴν
τὴν ἄναψε
κάποιο παιδί, ὦ Ἠρόστρατε)
καὶ ρίχνουν ἁλάτι
μέσα στὶς
φλόγες γιὰ νὰ
πλαταγίζουν
(Πόσο παράξενά μας κοιτάζουν ξαφνικὰ τὰ
σπίτια, τὰ χωνευτήρια τῶν ἀνθρώπων,
σὰν
τὰ
χαϊδέψει κάποια
ἀνταύγεια).
Μὰ ἐσὺ
ποὺ
γνώρισες τὴ χάρη τής
πέτρας πάνω στὸ θαλασσόδαρτο βράχο
τὸ βράδυ ποὺ ἔπεσε
ἡ
γαλήνη
ἄκουσες ἀπὸ
μακριὰ τὴν ἀνθρώπινη
φωνὴ τῆς
μοναξιᾶς
καὶ τῆς
σιωπῆς
μέσα στὸ κορμί σου
τὴ νύχτα ἐκείνη
τοῦ Ἅι-Γιάννη
ὅταν ἔσβησαν
ὅλες
οἱ
φωτιές
καὶ μελέτησες τὴ
στάχτη κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια.
Λονδίνο, Ἰούλιος
1932
Ἔγκωμη
Ἦταν πλατὺς ὁ
κάμπος καὶ στρωτός· ἀπὸ
μακριὰ
φαινόνταν
τὸ γύρισμα χεριῶν
ποὺ
σκάβαν.
Στὸν οὐρανὸ τὰ
σύννεφα πολλὲς καμπύλες, κάπου-κάπου
μιὰ σάλπιγγα χρυσὴ
καὶ
ρόδινη· τὸ δείλι.
Στὸ λιγοστὸ
χορτάρι καὶ στ᾿ ἀγκάθια
τριγυρίζαν
ψιλὲς ἀποβροχάρισσες
ἀνάσες·
θά ῾χε
βρέξει
πέρα στὶς ἄκρες
τὰ
βουνὰ
ποὺ ἔπαιρναν
χρῶμα.
Κι ἐγὼ
προχώρεσα πρὸς τοὺς ἀνθρώπους
ποὺ
δουλεύαν,
γυναῖκες κι ἄντρες
μὲ τ᾿ ἀξίνια
σὲ
χαντάκια.
Ἦταν μία πολιτεία παλιά· τειχιὰ
δρόμοι καὶ σπίτια
ξεχώριζαν σὰν
πετρωμένοι μυῶνες κυκλώπων,
ἡ ἀνατομία
μιᾶς
ξοδεμένης δύναμης κάτω ἀπ᾿ τὸ
μάτι
τοῦ ἀρχαιολόγου
τοῦ
ναρκοδότη ἢ τοῦ
χειρούργου.
φαντάσματα καὶ ὑφάσματα,
χλιδὴ
καὶ
χείλια, χωνεμένα
καὶ τὰ
παραπετάσματα τοῦ πόνου διάπλατα ἀνοιχτά
ἀφήνοντας νὰ
φαίνεται γυμνὸς κι ἀδιάφορος
ὁ
τάφος.
Κι ἀνάβλεψα πρὸς
τοὺς ἀνθρώπους
ποὺ
δουλεύαν
τοὺς τεντωμένους ὤμους
καὶ τὰ
μπράτσα ποὺ χτυποῦσαν
μ᾿ ἕνα
ρυθμὸ
βαρὺ
καὶ
γρήγορο τούτη τὴ νέκρα
σὰ νὰ
περνοῦσε
στὰ
χαλάσματα ὁ τροχὸς
τῆς
μοίρας.
Ἄξαφνα περπατοῦσα
καὶ δὲν
περπατοῦσα
κοίταζα τὰ
πετούμενα πουλιά, κι εἴταν μαρμαρωμένα
κοίταζα τὸν
αἰθέρα
τ᾿ οὐρανοῦ,
κι εἴτανε
θαμπωμένος
κοίταζα τὰ
κορμιὰ
ποὺ
πολεμοῦσαν,
κι εἶχαν
μείνει
κι᾿ ἀνάμεσό
τους ἕνα
πρόσωπο τὸ φῶς
ν᾿ ἀνηφορίζει.
Τὰ μαλλιὰ
μαῦρα
χύνουνταν στὴν τραχηλιά, τὰ
φρύδια
εἴχανε τὸ
φτερούγισμα τῆς χελιδόνας, τὰ
ρουθούνια
καμαρωτὰ πάνω ἀπ᾿ τὰ
χείλια, καὶ τὸ σῶμα
ἔβγαινε ἀπὸ τὸ
χεροπάλεμα ξεγυμνωμένο
μὲ τ᾿ ἄγουρα
βυζιὰ τῆς ὁδηγήτρας,
χορὸς ἀκίνητος.
Κι ἐγὼ
χαμήλωσα τὰ μάτια μου τριγύρω:
κορίτσια ζύμωναν, καὶ
ζύμη δὲν ἀγγίζαν
γυναῖκες γνέθανε, τ᾿ ἀδράχτια
δὲ
γυρίζαν
ἀρνιὰ
ποτίζουνταν, κι ἡ γλώσσα τους στεκόταν
πάνω ἀπὸ
πράσινα νερὰ ποὺ ἔμοιαζαν
κοιμισμένα
κι ὁ ζευγᾶς ἔμενε
μ᾿ ἀνάερη
τὴ
βουκέντρα.
Καὶ ξανακοίταξα τὸ σῶμα
ἐκεῖνο
ν᾿ ἀνεβαίνει·
εἴχανε μαζευτεῖ
πολλοί, μερμήγκια,
καὶ τὴ
χτυποῦσαν
μὲ
κοντάρια καὶ δὲν
τὴ
λαβῶναν.
Τώρα ἡ κοιλιά της ἔλαμπε
σὰν
τὸ
φεγγάρι
καὶ πίστευα πὼς ὁ οὐρανὸς ἦταν
ἡ
μήτρα
ποὺ τὴν ἐγέννησε
καὶ τὴν
ξανάπαιρνε, μάνα καὶ βρέφος.
Τὰ πόδια της μείναν ἀκόμη
μαρμαρένια
καὶ χάθηκαν· μιὰ ἀνάληψη.
Ὁ
κόσμος
ξαναγινόταν ὅπως
ἦταν,
ὁ
δικός μας
μὲ τὸν
καιρὸ
καὶ μὲ τὸ χῶμα.
Ἀρώματα
ἀπὸ
σκίνο
πῆραν νὰ
ξεκινήσουν στὶς παλιὲς
πλαγιὲς
τῆς
μνήμης
κόρφοι μέσα στὰ
φύλλα, χείλια ὑγρά·
κι᾿ ὅλα
στεγνῶσαν
μονομιᾶς
στὴν
πλατωσιὰ
τοῦ
κάμπου
στῆς πέτρας τὴν ἀπόγνωση
στὴ
δύναμη τὴ
φαγωμένη
στὸν ἄδειο
τόπο μὲ τὸ
λιγοστὸ
χορτάρι καὶ τ᾿ ἀγκάθια
ὅπου γλιστροῦσε
ξέγνοιαστο ἕνα φίδι,
ὅπου ξοδεύουνε πολὺ
καιρὸ
γιὰ νὰ
πεθάνουν.