Τρίτη 31 Αυγούστου 2010
Ενα βοριαδάκι από εκείνα τα ανέλπιστα
Δεν είμαι τεχνοκριτικός ούτε βέβαια και εκτιμητής.
Ειμαι απλά ένας άνθρωπος που έχοντας τόσα χρόνια περάσει μέσα από δρόμους μουσικούς λάτρεψα τελικά την τέχνη σε όλες της τις εκφάνσεις.
Και λίγο παραπάνω ίσως λάτρεψα την ποίηση που βλέπω να ξεχειλίζει από τους καμβάδες της μοντέρνας ζωγραφικής και για αυτό θα μιλήσω.
Η τέχνη της Βάσως Σαρρή δεν επιδιώκει να ενταχθεί στους γνωστούς και καθιερωμένους δρόμους έκφρασης και ευτυχώς. Γιατί αυτό ακριβώς είναι που πρέπει να κάνει κάθε καλλιτέχνης. Να ψάχνει την δική του φωνή.
Η αναζήτηση νέων τρόπων και διαστάσεων πάνω στον καμβά μιλά γι αυτό από μόνη της.
Είναι η κραυγή μιας τέχνης που προσπαθεί να διασπάσει καθιερωμένες γραμμές και όρια και να διεισδύσει στο άγνωστο.
Eίναι ο από μηχανής Θεός που πάνω στη θολούρα στέλνει ένα βοριαδάκι από εκείνα τα ανέλπιστα να καθαρίσει το μυαλό με ένα τρόπο απλά μαγικό.
Πως αλλιώς να μπορέσεις να γυρίσεις σαν σελίδα ένα νυχτερινό ουρανό και να δεις και την πίσω του όψη, εκείνη την γεμάτη όνειρα και πραγματικότητες άλλες...
Πως αλλιώς απ'το πορτάκι του ήχου ενός φλοίσβου να εισχωρήσεις σε ένα καλοκαίρι ελληνικό, με τον χρόνο ένα σεντόνι απλωμένο από τον ύλη σου μέχρι την ψυχή σου και τις μορφές μπερδεμένες γλυκά μες τους αιώνες να διηγούνται περιπέτειες και μύθους.
Πως αλλιώς να δεις τα έγκατα των ηφαιστείων αγκαλιά με ένα χλωρό φυλλαράκι ν' ακούν το παραμύθι ενός άστρου!
Οι κλίμακες της μελαγχολίας κάποτε αχνοβατώντας πάνω στον ορίζοντα της τέχνης αναστρέφονται.Κι εκείνος που τολμά να βαδίσει σε μετέωρα βήματα αγγίζει και μια στάλα Παράδεισο, που μόνο η Τέχνη -ή ίσως και η τρέλα- χαρίζει με γενναιοδωρία και αφιλοκέρδεια.
Το σημείο εκείνο όπου η ακρίβεια -και άρα η δικαιοσύνη - της Ελληνικής Αρχαιότητας, τέμνει το φυσικό στοιχείο πέτρινων όγκων αγκαλιασμένων απ' το Αιγαίο η το Ιόνιο, είναι η στιγμή όπου η ουσία "αποχρονίζεται" αναζητώντας μια υπόσταση αιωνιότητας κι ένα ρούχο παντοτινό.
Όπως κάθε σώμα αφήνει ξυπνώντας κάποια μόριά του μέσα στο όνειρο έτσι και τα συστατικά υλικά ενός έργου τέχνης μετέχουν σε ενα ευρύτερο σύστημα διαστάσεων που τα υπερβαίνει και μ' έναν άγνωστο ακόμα τρόπο τα ορίζει.
Αν υπήρχε τρόπος η Ζωγραφική να μιλήσει χωρίς να χρησιμοποιήσει την Ύλη σαν γλώσσα και σαν δομικό λίθο, σίγουρα θα το έιχε κάνει.
Όμως κι η αγάπη κι ο έρωτας, θέλει το σώμα του για να εκφραστεί.Αλλιώς παραμένει δώρον άδωρον.Το ζητούμενο λοιπόν είναι ο τρόπος και η χρυσή αναλογία.
Πόσος έρωτας άραγε περιέχεται μέσα σε αυτά τα έργα; πόσος ουρανός; πόση θάλασσα;πόση πέτρα ; πόσος άνεμος; πόσο τώρα και πόσο πάντα;
Κι όμως είναι τόσο απλό...
Οσο ακριβώς χρειάζεται ο καθένας μας.
Η πηγή είναι μπροστά μας και ρέει.Σκύβεις και πίνεις.Αρκεί να ομολογήσεις ταπεινά την απέραντη δίψα.
Καμιά φορά το απίστευτο και η ουτοπία είναι ένας ίλιγγος που πρέπει κανείς να τον αντέξει για να βγεί στην απέναντι όχθη ως το θαύμα.
Κοιτάζοντας ένα έργο τέχνης ας μην ψάχνουμε για λογικές κι επιχειρήματα, για αλήθειες ή ψέματα.Ειναι μια στιγμή όπου το κουβάρι της άγνοιας ξετυλίγεται από μόνο του καθώς ένα μικρό παιδί αποξεχνιέται και πιάνει κουβέντα με μια Καρυάτιδα ...του Παρθενώνα η του μυαλού του.Ποιαν; Μα εκείνη που λείπει,την κλεμμένη ,την χαμένη σαν την έκτη αίσθηση.
Τι είναι η Ύπαρξη;Τι είναι η Ζωή;
Μια στιγμή ελάχιστη κι αν νοιώσεις...ένοιωσες, αν αγγίξεις άγγιξες.
Μια αστραπή ξαφνική μες το Χάος είναι, που χαρίζει λίγο ρεύμα ηλεκτρικό από "εκείνο το άλλο", στους τυχερούς που τολμούν να απλώσουν στο αβέβαιο τα βρεγμένα φτερά τους!
Ο 21ος αιώνας τρέχει με φόρα προς τον γκρεμό και δρόμος διαφυγής δεν φαίνεται πουθενά.
Κι όμως...Σ' ένα άσπρο ξωκκλήσι πάνω στους βράχους το μελτέμι συνομιλεί με το Πέλαγος. Η Παναγιά αναδύεται σαν Αφροδίτη απ' τα κύματα κι η Αθηνά ξεπλένει το δόρυ της με σηκωμένο το άσπρο της φόρεμα μέχρι το γόνατο κόντρα στο μπλε και το τυρκουάζ.
Κι ανάμεσα τους μορφές, άνθρωποι, πέτρες, άνεμοι, θειάφι, άμμος και μέταλλο, χορεύουν χορούς κυκλωτικούς με τον Χρόνο...
Ναι, το Χρόνο!Αυτόν τον Υπέροχο Μόνο, τον ένα και μοναδικό πλούτο που ο καθένας μας διαθέτει και τόσο απερίσκεπτα χαραμίζει πετώντας τον στον σκουπιδοντενεκέ της τηλεόρασης.
Η τέχνη δεν είναι η άσκοπη ενασχόληση κάποιων λίγων ταλαντούχων.
Μπορεί να γίνει και δρόμος.
Μπορεί να γίνει και όραμα, αν δεί κανείς την ουσία της σαν μια νέα προοπτική.
Μπορεί τέλος να γίνει και ταξίδι.Μα πως;
Ετσι απλά, καθώς μπαίνεις απ' το παράθυρο που ένας πίνακας σου χαρίζει, για να πηδήξεις απ'την άλλη μεριά σαν παιδάκι, σ' αυτό το υπέροχο θαυματουργό "εκεί έξω" και να τρέξεις.
Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010
Βάσω Σαρρή="Η περιπέτεια της ύλης"
Η Πινακοθήκη Κυκλάδων του Πνευματικού Κέντρου Δήμου
Ερμούπολης εγκαινιάζει στις 28 Αυγούστου 2010 την έκτη ατο-
μική έκθεση ζωγραφικής της Βάσως Σαρρή. Η έκθεση έχει τον
τίτλο «Περιπέτεια της ύλης - Ελλάδα, σύμβολα και μορφές»
και θα παρουσιαστούν έργα από τη δουλειά των 4 τελευταίων
ετών της καλλιτέχνιδας. Στην έκθεση θα παρουσιάζονται έργα
μικτής τεχνικής με χαρακτηριστικό την παράθεση φυσικών υλι-
κών, που μεταμορφώνονται σε μια τρισδιάστατου χώρου εικό-
να. Στην πιο πρόσφατη δουλειά της η καλλιτέχνις απασχολεί-ται με μορφές και σύμβολα που μέσα από τη δράση των υλι-
κών, παρουσιάζουν και την περιπέτεια του Ελληνικού χώρου.
Όπως δηλώνει η δημιουργός, «Η ύλη με περιέχει και την περι-
έχω, με καταγράφει και την καταγράφω. Είναι ο χώρος που
μετράει το χρόνο μου και είμαι το ον που παρατηρεί την περι-
πέτειά της. Το χρώμα, η υφή, ο ήχος της, η γέυση της, είναι τα
υλικά μου. Το Μέγα Χαος ο νόμος μου, η διαδρομή μου στα
χέρια της, η αλήθεια της στον καμβά μου...». Η έκθεση θα φιλο-
ξενηθεί σε έναν χώρο ιδιαίτερης αισθητικής, ιδεώδες σκηνικό
για την πραγματοποίηση πολιτιστικών εκδηλώσεων. Η Βάσω
Σαρρή γεννήθηκε στον Πειραιά και σπούδασε στο Πανεπιστή-
μιο Πατρών (Τμήμα Βιολογίας). Από το 2000 έως το 2005 σπού-
δασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών (στο Δ’ Εργαστήριο),
με καθηγητές τους Γιάννη Βαλαβανίδη και Μιχάλη Μανουσά-
κη, από όπου αποφοίτησε με άριστα. Έχει πραγματοποιήσει
πέντε ατομικές εκθέσεις και έχει παρουσιάσει έργα της σε πολ-
λές ομαδικές εκθέσεις.
Πέμπτη 19 Αυγούστου 2010
Κατερίνα Καραγιάννη
Ποιείν
Αιχμάλωτη
Με το ένα πόδι δεμένο απ΄ τον αστράγαλο
στρωμένη στο πάτωμα
τα μάτια τρώνε το ταβάνι
ρουφάω τσιγάρα ηδονής
Από καθυστερημένες ανάσες
ακούω τον ήχο σου
να σέρνεται ακόμα πάνω μου.
Μαλακιά και ρευστή
θέλω να περάσω αιώνες έτσι
δαρμένη από πνιχτά ζωικά βογγητά
αρπαγμένη απ΄ τις ρουφήχτρες των ματιών σου
να κυλιέμαι άσκοπα
μηρυκάζοντας την ώρα
που ήρθα λάφυρο στα χέρια σου
Σχετικά σωσμένη
από απανωτά επεισόδια
σεισμικής ακολουθίας
χώνομαι μες την κρυψώνα των μαλλιών μου
ζαλίζομαι απ΄ την μπερδεμένη οσμή τους
κι ο χρόνος με εγκαταλείπει
με βουλιάζει σε μανούβρες αισθήσεων
θα έρθει να με βρει
όταν το μεδούλι μου παγώσει
Βαλσαμωμένη της στιγμής
να με οργώνει η περασιά σου να με φυγαδεύει οριστικά
στην απάτητη χώρα
των λυμένων ενστίκτων
Πρόκληση
Κάθεται απέναντι του
προκλητικά σταυρωμένα
έχει τα χυτά της πόδια
τα ψηλά της παπούτσια
ανοίγουν κομψά το κουντεπιέ
και η φούστα όσο να φανεί
το λεπτό της γόνατο.
Κολλάει το τσιγάρο στο κραγιόν
και αναστατώνει τα μαλλιά της
κι αυτό το κάθισμα της!
η αργή σταθερή της κίνηση!
όπως το φίδι πριν επιτεθεί
ρημάζει την αρσενική ματιά του
κι αυτή το γλεντάει.
Κούκλα ζωντανή, πανάθεμα την!
Κολασμένη, πύρινη
καρφί στα μάτια τον κοιτάει
και σταματάει ο κόσμος να κινείται γύρω του.
Του διαόλου πλάσμα
γεννημένη να αφήνει
έναν πεινασμένο πόθο.
Κάθεται απέναντι του
τον τυλίγει και τον ξετυλίγει αφόρητα
πνιγμός του ΄ρχεται
χτυπήματα ακαριαία
θα τον φέρουν υπνωτισμένο κοντά της
για εκείνη τη νύχτα
Υπνωτισμένη σειρά
Άφησέ με,
άφησέ με
να κοιτάξω στα μάτια
τον θάνατό μου
να αποτελειώσω τον μύθο του
Σε σκοτεινό θάλαμο ακροπατώ
και πέφτω, πέφτω
με το βάρος της πευκοβελόνας
απολαμβάνω θυσιασμένη
κάθε εκατοστό της πτώσης μου
Παραζάλη…
υπνωτισμένη σειρά
η συνέχεια
και λήγω
γεννώ το αίμα
από τον πιο γλυκό χαμό
επίδοξη τρέλα
τ’ αφρισμένο φως
με τραβάει
πιο ανίσχυρη
πιο υποταγμένη
αγχέμαχος του πόνου
γονατίζω
Είσαι η μαγεία
είμαι η αδυναμία
δεν σε παλεύω
σε πίνω
η σταγόνα σου
φτιάχνει θάλασσα
κι εγώ μηδενίζομαι…
Η μετά άγνωστη
Τώρα είμαι αυτή
που ο καιρός θα κάνει
άγνωστη
σαν κάποια που κάποτε
σε πορείες του νου
και αναρριχήσεις
τολμούσε
έβγαζε
τα βογκητά της ανάγκης
μέσα απ΄ τα σκουπίδια
ληγμένες κονσέρβες
κακοδιάθετων ημερών
με ελάχιστες αντοχές
και η μυρωδιά συντήρηση
Σε παραδαρμένο βάδισμα
καθημερινό
πέρασες δίχως να σταθείς,
επώδυνα
σαν αγέρωχο ψέμα δειλό
μίλα μου,
μίλα μου τώρα
που είμαι εγώ
και σε ακούω
μετά θα ΄μαι η άλλη
και δε θα θέλω να σε ξέρω
Αδάμαστη πνοή
Κρατούσες σημειώσεις να δέσεις τις άκρες
απ΄ τα κομμένα νήματα του συνειρμού
μανιακός συλλέκτης βλεφαρίδων που χαμογελούν στο πέτο
απέμεινες
χαρτογράφος της πνοής που γεννιέται,
χορεύει, παλεύει, αγκομαχάει, εκτοξεύεται.
Ήθελες να αγγίζεις τις καμπύλες της, να μυρίζεις τον έντονο ιδρωμένο παλμό της
να την έχεις υγρασία κολλημένη στο λαιμό σου, κάθε σου απόπειρα είχε σκοπό να ξανά μπεις στον ελκυστικό θυμό της.
Την αδάμαστη πνοή σε αυτήν γύριζες πάλι και πάλι στον ξεχασμένο γρίφο
της ζωής σου που είχες άτολμα προσπεράσει κι αυτός έμενε ακλόνητος πειρασμός
να διεκδικεί τον χώρο που του στέρησες, κυνηγώντας στοιχειωμένα παλάτια
κουμπωμένος σε στενά πουκάμισα, δέθηκες στην τιμωρία σου να νοσταλγείς
αυτά που έστειλες στην εξορία και τώρα θέλεις πίσω,
έστω εκείνη…εκείνη την πνοή που ζούσε νηστική και τυλιγόταν
στην μαγεία του υπάρχω…και υπήρχες…υπήρχες
άρχοντας του κινούμενου αέρα
ασυμβίβαστος γητευτής των ενστίκτων σου
περιπλανώμενος φονιάς των σκυθρωπών διλημμάτων
Ευδία χίμαιρα
Απ΄ το λακκάκι του λαιμού σου
είδα να καταπίνεις πέλαγο
μέσα εκεί που βούτηξα
χαραμίζοντας
κάθε ώρα της ημέρας
να περιδιαβαίνω
παρτέρια ανθισμένα
από τσιτωμένα μπουμπούκια
Στο λακκάκι του λαιμού σου
είδα να πνίγεις
της καρδιάς την ζόρικη απανεμιά
και στα απέναντι του δρόμου
άσκοπα να τριγυρνάς
μήπως κι ο χρόνος μπλοφάρει
και βολευτεί στου δευτερολέπτου
το αιώνιο αγκάλιασμά μας
Στο λακκάκι του λαιμού σου
έπνιξα και πνίγηκα
σε λυγμό άφλεκτο
αποκοιμήθηκα
θερμή στον αχό της
απροσδόκητο χώμα υπερβολής
ευδία χίμαιρα
Εξοχικά δωμάτια
Έφτασε ο καιρός να αεριστούν
Να μπει το φως, να αλλάξει ο νωπός, φυλακισμένος αέρας
Φρέσκα σεντόνια να στρωθούν, να τιναχθούν κουβέρτες, μαξιλάρια, στρώματα
Έχουν θέα στην θάλασσα κι ο χειμώνας
περίοδος που τα πατζούρια κλείνουν ερμητικά,
μέχρι ένας ήλιος επιθετικός, να δώσει το έναυσμα, της λήξης
Τα ηλιοβασιλέματα από εκεί, αλόγιστα, ένα όργιο
Κάθε επίμονη απόπειρα να αποδοθούν αδύναμη
Λίμνες χρωμάτων σε άδειασμα και γέμισμα
Δεξαμενές αργής κίνησης μέχρι το φως εκείνο να πλευρίσει το χάσιμο
Οι τοίχοι έχουν κρατήσει υπερβολικά τους αναστεναγμούς!
σα να΄ χουν απορροφήσει το άναμμα από σκόρπιες νύχτες και ξημερώματα
συνοδεία καλοκαιρινών πόθων
Δονεί το αίσθημα η ηχώ τους, αντιλαλούν οι ψίθυροι που σύρθηκαν
περάσανε ανεπαίσθητα και βάναυσα μαζί
Τώρα, ανοιχτές οι μπαλκονόπορτες περιμένουν, έξω ποτισμένα τα λουλούδια,
αργά τα βήματα θέλουν να πλησιάσουν, λίγο απ΄ την αύρα τους να πάρουν
και ένα σύγκρυο να κλέψουν, πεταχτό…σα φύσημα…
Μη με ρωτάς
δεν πέρασε, φίλε μου
δεν πέρασε…
τα ανείπωτά της όνειρα
ξεφύγανε
τα αγέννητά της δάκρυα
την ήπιαν
ανήμπορα τα μάτια
να την περιβάλουνε
αγνώριστα λόγια
την θελήσανε
κι εκείνη…
μη με ρωτάς για εκείνη…
η δίψα της
την όρμησε
σε παρανάλωμα
ολοφάνερη άστραψε
στα πρόθυρα
του αύριο
του ποτέ
και του συνεχώς
απόλυτη
λυτή
λιτή σαν ψέμα
σκόρπισε
Ποτέ απ΄ την πόρτα
να σου θυμίσω
να με ξεχνάς…
η ανία που βρέχει τα πόδια σου
είναι και δική μου
φεύγω
συστηματικά
η παράγκα μου, φορητή
ο κόσμος περιστροφικός
με χάνει
μπουκάρω
απ΄ τα παράθυρα
όπως οι αδέσποτες μυρωδιές
ποτέ
απ΄ την πόρτα
η ανία σου
είναι και δική μου
δεν είναι η ιδέα σου αυτή
θα βρεθούμε
στο λάθος της
μη σταματάς,
μη σταματάς να με ξεχνάς
λίγο αν με λατρεύεις
Το πρωί
π
ρώτα το πέλμα
γυμνό
κι έπειτα ο αστράγαλος
το πρωί
κάθε πρωί, αν το θες
βάζει πόδι
στο παραμύθι
ένα χάρμα
να την κοιτάς, ξυπόλυτη
τα μαλλιά της αχτένιστα
μακριά
ατίθαση ομορφιά
άγρια ηρεμία
αρέσει,
αρέσει πολύ
κάθε πρωί
μπορεί και βάζει
το
πόδι
της
στο παραμύθι
μια μαγεία
κι από τις φωνές, μακριά
σχεδόν απείραχτη
το πόδι της…
μαγεία
το παραμύθι
ευλογία, αν το θες
Γλυκιά μου κατηφόρα
η νύχτα φορτωμένη
με όλα της τα συμπτώματα
ένας πήδος στο κενό
με γδέρνουνε τα χάδια σου
μόλις με βρουν μονάχη
αλαφιασμένο σύννεφο
πάει να σκορπίσει χάος
κι όσο
η αύρα σου, δεν με ξεχνά
εγώ δεν με χωράω
μεθοδικός ο φόνος σου
κι όλο με κυριεύει
για όσο δεν συνέρχομαι
δεν παύω να θυμάμαι
δεν θα γλιτώσω το ‘ξερα
γλυκιά μου κατηφόρα
Πάνω σου
μη λιγοστεύεις
βάλε με
να ανεβαίνω
να σκαρφαλώνω
τα δύσβατά σου
πάνω σου
πριν μια
στάλα αντοχής
θελήσει να αποτραβηχτεί
να ‘χω σκαλώσει
στα άδυτα των ματιών σου
βάλε με
εκεί
να στέκομαι
κάτω από την αστραπή σου
αχόρταγα
να με ψοφάει
της θλίψης
το φιλί σου
να μη τελειώνω
βάλε με
πάνω σου
να μην αντέχω
και να μπορώ
να πνίγομαι
και να ζητώ
εσένα μόνο
να δεχτώ
πόνο, να με χτυπάει
Τι ζήτησα;
Τι ζήτησα;
την αγκαλιά σου ζήτησα
αυτήν την ξεπεσμένη αθωότητα
στο σουλάτσο του δρόμου
σε μια γωνία
πίσω απ΄ τον κάδο σκουπιδιών
εκεί κάπου στη ζούλα
στην πλατεία Αριστοτέλους
ανάμεσα από χνώτα και ιδρωμένες μασχάλες
μέρα μεσημέρι
και ο πλανόδιος πωλητής με τα μαύρα γυαλιά
να κόβει κίνηση
τι ζήτησα;
να ανακατευτούμε
μες την απλωμένη γλώσσα
των αισθήσεων
μπροστά απ΄ τα γδαρμένα σκηνικά της αφόρητης αναμονής
στου ενός λεπτού την ακριβή ώρα
Αδειανά τα χέρια
τρύπια η καρδιά
κι η φωνή ξεκούρδιστη
άγρια αποτυπώματα
πατάνε το στήθος
γέρνω στα σπλάχνα μου μέσα
και τρώω
μικρά χαρτάκια από στιχάκια
ένδοξων λυγμών
Ζουμερά κεράσια
Ανθισμένο απόβλητο
λάμπει στο περιθώριο
λες: να το αρπάξω μια…
Ελκυστική η αμαρτία
ξέρεις
ανάβει τα πνευμόνια
το τρέμεις
όλα τα κακά μαζί του έχει
το θέλεις
αυτόν το λεκέ που δεν φεύγει
τον θέλεις
σε στολίζει μ΄ άγουρο έρωτα.
Aγόρι μου
αυτή η επανάσταση δεν έχει
κόκκινα γαρύφαλλα στο πέτο
βάφει,
βάφει τον δρόμο σου
πετάει ξυραφιές
και ξεκοιλιάζει την άσφαλτο που πατάς
είναι αυτό που δε μπορείς να δεχθείς
και δεν μπορείς να αρνηθείς
η σπίθα που σπαρταράει κάθε ώρα
απαρηγόρητη
γαμημένη εξάρτηση
τα ζουμερά κεράσια
κι ο κόσμος όμορφος
απάτητος
σαν τον κοιτώ ανάποδα
αιωρούμενη ακριβώς πάνω απ΄ την γειτονιά σου
και τα φώτα να με καλούν για προσγείωση
κι η βραδινή δροσιά να μου γλύφει τα μπούτια
γαμημένη εξάρτηση
τα ζουμερά κεράσια
Αιχμάλωτη
Με το ένα πόδι δεμένο απ΄ τον αστράγαλο
στρωμένη στο πάτωμα
τα μάτια τρώνε το ταβάνι
ρουφάω τσιγάρα ηδονής
Από καθυστερημένες ανάσες
ακούω τον ήχο σου
να σέρνεται ακόμα πάνω μου.
Μαλακιά και ρευστή
θέλω να περάσω αιώνες έτσι
δαρμένη από πνιχτά ζωικά βογγητά
αρπαγμένη απ΄ τις ρουφήχτρες των ματιών σου
να κυλιέμαι άσκοπα
μηρυκάζοντας την ώρα
που ήρθα λάφυρο στα χέρια σου
Σχετικά σωσμένη
από απανωτά επεισόδια
σεισμικής ακολουθίας
χώνομαι μες την κρυψώνα των μαλλιών μου
ζαλίζομαι απ΄ την μπερδεμένη οσμή τους
κι ο χρόνος με εγκαταλείπει
με βουλιάζει σε μανούβρες αισθήσεων
θα έρθει να με βρει
όταν το μεδούλι μου παγώσει
Βαλσαμωμένη της στιγμής
να με οργώνει η περασιά σου να με φυγαδεύει οριστικά
στην απάτητη χώρα
των λυμένων ενστίκτων
Πρόκληση
Κάθεται απέναντι του
προκλητικά σταυρωμένα
έχει τα χυτά της πόδια
τα ψηλά της παπούτσια
ανοίγουν κομψά το κουντεπιέ
και η φούστα όσο να φανεί
το λεπτό της γόνατο.
Κολλάει το τσιγάρο στο κραγιόν
και αναστατώνει τα μαλλιά της
κι αυτό το κάθισμα της!
η αργή σταθερή της κίνηση!
όπως το φίδι πριν επιτεθεί
ρημάζει την αρσενική ματιά του
κι αυτή το γλεντάει.
Κούκλα ζωντανή, πανάθεμα την!
Κολασμένη, πύρινη
καρφί στα μάτια τον κοιτάει
και σταματάει ο κόσμος να κινείται γύρω του.
Του διαόλου πλάσμα
γεννημένη να αφήνει
έναν πεινασμένο πόθο.
Κάθεται απέναντι του
τον τυλίγει και τον ξετυλίγει αφόρητα
πνιγμός του ΄ρχεται
χτυπήματα ακαριαία
θα τον φέρουν υπνωτισμένο κοντά της
για εκείνη τη νύχτα
Υπνωτισμένη σειρά
Άφησέ με,
άφησέ με
να κοιτάξω στα μάτια
τον θάνατό μου
να αποτελειώσω τον μύθο του
Σε σκοτεινό θάλαμο ακροπατώ
και πέφτω, πέφτω
με το βάρος της πευκοβελόνας
απολαμβάνω θυσιασμένη
κάθε εκατοστό της πτώσης μου
Παραζάλη…
υπνωτισμένη σειρά
η συνέχεια
και λήγω
γεννώ το αίμα
από τον πιο γλυκό χαμό
επίδοξη τρέλα
τ’ αφρισμένο φως
με τραβάει
πιο ανίσχυρη
πιο υποταγμένη
αγχέμαχος του πόνου
γονατίζω
Είσαι η μαγεία
είμαι η αδυναμία
δεν σε παλεύω
σε πίνω
η σταγόνα σου
φτιάχνει θάλασσα
κι εγώ μηδενίζομαι…
Η μετά άγνωστη
Τώρα είμαι αυτή
που ο καιρός θα κάνει
άγνωστη
σαν κάποια που κάποτε
σε πορείες του νου
και αναρριχήσεις
τολμούσε
έβγαζε
τα βογκητά της ανάγκης
μέσα απ΄ τα σκουπίδια
ληγμένες κονσέρβες
κακοδιάθετων ημερών
με ελάχιστες αντοχές
και η μυρωδιά συντήρηση
Σε παραδαρμένο βάδισμα
καθημερινό
πέρασες δίχως να σταθείς,
επώδυνα
σαν αγέρωχο ψέμα δειλό
μίλα μου,
μίλα μου τώρα
που είμαι εγώ
και σε ακούω
μετά θα ΄μαι η άλλη
και δε θα θέλω να σε ξέρω
Αδάμαστη πνοή
Κρατούσες σημειώσεις να δέσεις τις άκρες
απ΄ τα κομμένα νήματα του συνειρμού
μανιακός συλλέκτης βλεφαρίδων που χαμογελούν στο πέτο
απέμεινες
χαρτογράφος της πνοής που γεννιέται,
χορεύει, παλεύει, αγκομαχάει, εκτοξεύεται.
Ήθελες να αγγίζεις τις καμπύλες της, να μυρίζεις τον έντονο ιδρωμένο παλμό της
να την έχεις υγρασία κολλημένη στο λαιμό σου, κάθε σου απόπειρα είχε σκοπό να ξανά μπεις στον ελκυστικό θυμό της.
Την αδάμαστη πνοή σε αυτήν γύριζες πάλι και πάλι στον ξεχασμένο γρίφο
της ζωής σου που είχες άτολμα προσπεράσει κι αυτός έμενε ακλόνητος πειρασμός
να διεκδικεί τον χώρο που του στέρησες, κυνηγώντας στοιχειωμένα παλάτια
κουμπωμένος σε στενά πουκάμισα, δέθηκες στην τιμωρία σου να νοσταλγείς
αυτά που έστειλες στην εξορία και τώρα θέλεις πίσω,
έστω εκείνη…εκείνη την πνοή που ζούσε νηστική και τυλιγόταν
στην μαγεία του υπάρχω…και υπήρχες…υπήρχες
άρχοντας του κινούμενου αέρα
ασυμβίβαστος γητευτής των ενστίκτων σου
περιπλανώμενος φονιάς των σκυθρωπών διλημμάτων
Ευδία χίμαιρα
Απ΄ το λακκάκι του λαιμού σου
είδα να καταπίνεις πέλαγο
μέσα εκεί που βούτηξα
χαραμίζοντας
κάθε ώρα της ημέρας
να περιδιαβαίνω
παρτέρια ανθισμένα
από τσιτωμένα μπουμπούκια
Στο λακκάκι του λαιμού σου
είδα να πνίγεις
της καρδιάς την ζόρικη απανεμιά
και στα απέναντι του δρόμου
άσκοπα να τριγυρνάς
μήπως κι ο χρόνος μπλοφάρει
και βολευτεί στου δευτερολέπτου
το αιώνιο αγκάλιασμά μας
Στο λακκάκι του λαιμού σου
έπνιξα και πνίγηκα
σε λυγμό άφλεκτο
αποκοιμήθηκα
θερμή στον αχό της
απροσδόκητο χώμα υπερβολής
ευδία χίμαιρα
Εξοχικά δωμάτια
Έφτασε ο καιρός να αεριστούν
Να μπει το φως, να αλλάξει ο νωπός, φυλακισμένος αέρας
Φρέσκα σεντόνια να στρωθούν, να τιναχθούν κουβέρτες, μαξιλάρια, στρώματα
Έχουν θέα στην θάλασσα κι ο χειμώνας
περίοδος που τα πατζούρια κλείνουν ερμητικά,
μέχρι ένας ήλιος επιθετικός, να δώσει το έναυσμα, της λήξης
Τα ηλιοβασιλέματα από εκεί, αλόγιστα, ένα όργιο
Κάθε επίμονη απόπειρα να αποδοθούν αδύναμη
Λίμνες χρωμάτων σε άδειασμα και γέμισμα
Δεξαμενές αργής κίνησης μέχρι το φως εκείνο να πλευρίσει το χάσιμο
Οι τοίχοι έχουν κρατήσει υπερβολικά τους αναστεναγμούς!
σα να΄ χουν απορροφήσει το άναμμα από σκόρπιες νύχτες και ξημερώματα
συνοδεία καλοκαιρινών πόθων
Δονεί το αίσθημα η ηχώ τους, αντιλαλούν οι ψίθυροι που σύρθηκαν
περάσανε ανεπαίσθητα και βάναυσα μαζί
Τώρα, ανοιχτές οι μπαλκονόπορτες περιμένουν, έξω ποτισμένα τα λουλούδια,
αργά τα βήματα θέλουν να πλησιάσουν, λίγο απ΄ την αύρα τους να πάρουν
και ένα σύγκρυο να κλέψουν, πεταχτό…σα φύσημα…
Μη με ρωτάς
δεν πέρασε, φίλε μου
δεν πέρασε…
τα ανείπωτά της όνειρα
ξεφύγανε
τα αγέννητά της δάκρυα
την ήπιαν
ανήμπορα τα μάτια
να την περιβάλουνε
αγνώριστα λόγια
την θελήσανε
κι εκείνη…
μη με ρωτάς για εκείνη…
η δίψα της
την όρμησε
σε παρανάλωμα
ολοφάνερη άστραψε
στα πρόθυρα
του αύριο
του ποτέ
και του συνεχώς
απόλυτη
λυτή
λιτή σαν ψέμα
σκόρπισε
Ποτέ απ΄ την πόρτα
να σου θυμίσω
να με ξεχνάς…
η ανία που βρέχει τα πόδια σου
είναι και δική μου
φεύγω
συστηματικά
η παράγκα μου, φορητή
ο κόσμος περιστροφικός
με χάνει
μπουκάρω
απ΄ τα παράθυρα
όπως οι αδέσποτες μυρωδιές
ποτέ
απ΄ την πόρτα
η ανία σου
είναι και δική μου
δεν είναι η ιδέα σου αυτή
θα βρεθούμε
στο λάθος της
μη σταματάς,
μη σταματάς να με ξεχνάς
λίγο αν με λατρεύεις
Το πρωί
π
ρώτα το πέλμα
γυμνό
κι έπειτα ο αστράγαλος
το πρωί
κάθε πρωί, αν το θες
βάζει πόδι
στο παραμύθι
ένα χάρμα
να την κοιτάς, ξυπόλυτη
τα μαλλιά της αχτένιστα
μακριά
ατίθαση ομορφιά
άγρια ηρεμία
αρέσει,
αρέσει πολύ
κάθε πρωί
μπορεί και βάζει
το
πόδι
της
στο παραμύθι
μια μαγεία
κι από τις φωνές, μακριά
σχεδόν απείραχτη
το πόδι της…
μαγεία
το παραμύθι
ευλογία, αν το θες
Γλυκιά μου κατηφόρα
η νύχτα φορτωμένη
με όλα της τα συμπτώματα
ένας πήδος στο κενό
με γδέρνουνε τα χάδια σου
μόλις με βρουν μονάχη
αλαφιασμένο σύννεφο
πάει να σκορπίσει χάος
κι όσο
η αύρα σου, δεν με ξεχνά
εγώ δεν με χωράω
μεθοδικός ο φόνος σου
κι όλο με κυριεύει
για όσο δεν συνέρχομαι
δεν παύω να θυμάμαι
δεν θα γλιτώσω το ‘ξερα
γλυκιά μου κατηφόρα
Πάνω σου
μη λιγοστεύεις
βάλε με
να ανεβαίνω
να σκαρφαλώνω
τα δύσβατά σου
πάνω σου
πριν μια
στάλα αντοχής
θελήσει να αποτραβηχτεί
να ‘χω σκαλώσει
στα άδυτα των ματιών σου
βάλε με
εκεί
να στέκομαι
κάτω από την αστραπή σου
αχόρταγα
να με ψοφάει
της θλίψης
το φιλί σου
να μη τελειώνω
βάλε με
πάνω σου
να μην αντέχω
και να μπορώ
να πνίγομαι
και να ζητώ
εσένα μόνο
να δεχτώ
πόνο, να με χτυπάει
Τι ζήτησα;
Τι ζήτησα;
την αγκαλιά σου ζήτησα
αυτήν την ξεπεσμένη αθωότητα
στο σουλάτσο του δρόμου
σε μια γωνία
πίσω απ΄ τον κάδο σκουπιδιών
εκεί κάπου στη ζούλα
στην πλατεία Αριστοτέλους
ανάμεσα από χνώτα και ιδρωμένες μασχάλες
μέρα μεσημέρι
και ο πλανόδιος πωλητής με τα μαύρα γυαλιά
να κόβει κίνηση
τι ζήτησα;
να ανακατευτούμε
μες την απλωμένη γλώσσα
των αισθήσεων
μπροστά απ΄ τα γδαρμένα σκηνικά της αφόρητης αναμονής
στου ενός λεπτού την ακριβή ώρα
Αδειανά τα χέρια
τρύπια η καρδιά
κι η φωνή ξεκούρδιστη
άγρια αποτυπώματα
πατάνε το στήθος
γέρνω στα σπλάχνα μου μέσα
και τρώω
μικρά χαρτάκια από στιχάκια
ένδοξων λυγμών
Ζουμερά κεράσια
Ανθισμένο απόβλητο
λάμπει στο περιθώριο
λες: να το αρπάξω μια…
Ελκυστική η αμαρτία
ξέρεις
ανάβει τα πνευμόνια
το τρέμεις
όλα τα κακά μαζί του έχει
το θέλεις
αυτόν το λεκέ που δεν φεύγει
τον θέλεις
σε στολίζει μ΄ άγουρο έρωτα.
Aγόρι μου
αυτή η επανάσταση δεν έχει
κόκκινα γαρύφαλλα στο πέτο
βάφει,
βάφει τον δρόμο σου
πετάει ξυραφιές
και ξεκοιλιάζει την άσφαλτο που πατάς
είναι αυτό που δε μπορείς να δεχθείς
και δεν μπορείς να αρνηθείς
η σπίθα που σπαρταράει κάθε ώρα
απαρηγόρητη
γαμημένη εξάρτηση
τα ζουμερά κεράσια
κι ο κόσμος όμορφος
απάτητος
σαν τον κοιτώ ανάποδα
αιωρούμενη ακριβώς πάνω απ΄ την γειτονιά σου
και τα φώτα να με καλούν για προσγείωση
κι η βραδινή δροσιά να μου γλύφει τα μπούτια
γαμημένη εξάρτηση
τα ζουμερά κεράσια
Ετικέτες
Καραγιάννη Κατερίνα
Κυριακή 8 Αυγούστου 2010
Όλα φίλοι
γιωργος σαρρής
Να ξυπνάς από ύπνο βαρύ,
γεμάτο όνειρα θολά και στενάχωρα σαν εφιάλτες
κι εικόνες αγχωμένες να κυλάνε αργά στις φλέβες του μυαλού σου.
Το πρόσωπό σου τσαλακωμένο απ'το μαξιλάρι
που σούκανε πλάκα όλο το βράδι ιδρωμένο και δύστροπο
και να λες
Όλα φίλοι είναι...
κι οι φόβοι και τα όνειρα τα σκοτεινά,και τα άγχη
κι εκείνοι οι οιωνοί οι παράξενοι
Φίλοι κι αυτοί
Να χαμογελάς στην αρχή με το ζόρι
κι ύστερα ν'ανοίγεις ραδιοφωνάκι...
Ενα τραγούδι, δυο λόγια σκόρπια
πάνω στις νότες και πάμε.
Και πέρα στο μεγάλο δρόμο να βλέπεις
νά' ρχονται τα καινούργια από μακριά
Φίλοι κι αυτά
Πατρίδες κι αγκαλιές αδοκίμαστες
και ν' ανοίγεις τα χέρια,να κλείνεις μάτια,
να πίνεις χρόνο, μέρα, ήλιο, άστρα
Πλούσιος, ιδιοκτήτης μιας περιουσίας παλιάς
που λέγεται πίστη.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)